νεολαίος

νεολαίος
ο
νέος, μέλος πολιτικής οργάνωσης της νεολαίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νεολαίος — ο [νεολαία] 1. (γενικά) νέος σε ηλικία 2. νέος που ανήκει σε οργάνωση νεολαίας, συνήθως πολιτικής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”